- συντριμμός
- συντριμμόςruinmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντριμμός — ο, ΜΑ [συντρίβω] μσν. συντριβή, θραύση, θρυμματισμός αρχ. 1. καταστροφή, όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ) 2. φρ. «συντριμμοὶ θανάτου» θλίψεις, πικρίες (ΠΔ) … Dictionary of Greek
συντριμμοί — συντριμμός ruin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριμμοῦ — συντριμμός ruin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριμμούς — συντριμμός ruin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριμμῷ — συντριμμός ruin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριμμόν — συντριμμός ruin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сотрение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. συντριβή) сокрушение (Иер. 4, 6); (συντριμμός)… … Словарь церковнославянского языка
ՋԱԽՋԱԽԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0668 Chronological Sequence: Early classical գ. ՋԱԽՋԱԽԱՆՔ կամ ՋԱՂՋԱԽԱՆՔ. συντριμμός contritio ἁποτομή abscissio, amputatio. Ջախջախումն. խորտակումն. բեկումն. կոտորած. հարուած. *Պաշարեցին զիս ջախջախանք մահու. ՟Բ. Թագ. ՟Ի՟Բ. 5: *Զձեռն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)